Σαν λουλούδι
γεννήθηκε στη γη, σαν λουλούδι άνθισε στην Εκκλησία και σαν λουλούδι ευωδιάζει
τώρα η αγία Παρασκευή η Επιβατινή σε όλη τη Ρουμανία, όπου βρίσκεται το άφθαρτο
άγιο σκήνωμα της.
Το ευωδιαστό αυτό
τριαντάφυλλο του Χριστού, γεννήθηκε μεταξύ 910 και 930 μ.Χ. στην όμορφη
παραθαλάσσια πόλη της Ανατολικής Θράκης, τους “Επιβάτες”, γι’ αυτό και λέγεται
“Παρασκευή η Επιβατινή”.
Καταγόταν από την
ευσεβή οικογένεια του Νικήτα Ρετσέλη, που αγαπούσαν όλοι τους τον Χριστό και
έκαναν πολλές ελεημοσύνες.
Ο Θεός ευλόγησε να βγουν μέσα από αυτό το σπίτι δυο μεγάλοι άγιοι της Εκκλησίας, η αγία Παρασκευή η Επιβατινή και ο αδελφός της άγιος Ευθύμιος ο μυροβλύτης, που έγινε και Επίσκοπος Μαδύτου.
Από μικρό παιδί η
Παρασκευή αγαπούσε την προσευχή και την φιλανθρωπία. Είχε πολύ γλυκιά και
ευσπλαχνική καρδιά, που πονούσε πολύ όταν έβλεπε κάποιον φτωχό ή ορφανό να
ζητιανεύει λίγο ψωμί. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τρέξει κοντά τους, για να
τους βοηθήσει.
Πολλές φορές την
μάλωσε η μαμά της, όταν επέστρεφε σπίτι φορώντας αντί τα δικά της όμορφα ρούχα,
άλλα ρακένδυτα και σκισμένα.
Και όταν την
ρωτούσε να της πει τι συνέβη, η Παρασκευή της έλεγε:
«Μανούλα,
είδα κάτι παιδάκια που φορούσαν αυτά τα σκισμένα ρούχα και τα αντάλλαξα με τα
δικά μου. Εγώ έχω πολλά όμορφα ρούχα, αλλά αυτά δεν είχαν και κρύωναν πάρα
πολύ. Δεν μου είπες, μαμά, ότι όλα τα παιδάκια είναι άγγελοι Θεού; Εγώ, λοιπόν,
έδωσα τα ρούχα μου σ’ αυτά τα αγγελάκια!».
Τα ευσπλαχνικά
λόγια της μικρής Παρασκευής συγκινούσαν την γλυκιά της μαμά, που την έπαιρνε αγκαλιά,
για να την γεμίσει με φιλιά και να ευχαριστήσει τον Θεό για τον μικρό άγγελο
που της χάρισε.
Μια φορά συνάντησε
μια ρακένδυτη μάνα που κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μωρό και ζητιάνευε.
Διαπίστωσε ότι δεν είχε τίποτα πάνω της για να της δώσει, εκτός από το χρυσό
σταυρό που φορούσε. Τον έβγαλε τότε από το λαιμό της και της τον έδωσε, για να
αγοράσει τρόφιμα για την ίδια και το μωρό της.
Πλήθος είναι οι
ελεημοσύνες που έκανε από μικρό παιδί η Παρασκευή, γι’ αυτό και όλοι την
αγαπούσαν και την λάτρευαν σαν επίγειο
άγγελο.
Όσο μεγάλωνε
γινόταν όλο και πιο γλυκιά και όμορφη κοπέλα. Η καλοσύνη της καρδιάς της
καθρεπτιζόταν στο πρόσωπο της, που έλαμπε από φως και χαρά.
Για την σπάνια
ομορφιά και την καλοσύνη της, πολλές πλούσιες και επιφανείς οικογένειες ήθελαν
να την κάνουν νύμφη τους και να την δώσουν σύζυγο στα παιδιά τους.
Η Παρασκευή, όμως,
απέρριπτε όλα αυτά τα προξενιά, γιατί η καρδιά της ήταν όλη δοσμένη στον
μοναδικό Νυμφίο της ψυχής της, τον γλυκύ της Ιησού Χριστό, που αγαπούσε και
λάτρευε με όλη την δύναμη της καρδιάς της. Τα χείλη της ασταμάτητα ψέλλιζαν
κάθε λεπτό και κάθε στιγμή την αγαπημένη της προσευχή, «Ιησού μου,
βασιλιά μου, σ’ αγαπώ».
Για να αποφύγει τον
γάμο και τις πολλές πιέσεις που δεχόταν, έφυγε κρυφά από το σπίτι της και πήγε
στην Κωνσταντινούπολη.
Επισκέφτηκε διάφορα
προσκυνήματα και μοναστήρια, για να πάρει πολλές ευχές και ευλογίες, και μετά,
για να χαθούν τελείως τα ίχνη της και να μη μπορεί πλέον κανείς να την βρει,
πήγε με τα πόδια μέχρι την Ηράκλεια του Πόντου.
Από εκεί έφυγε με
πλοίο στα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσει όλα τα μέρη στα οποία περπάτησε,
δίδαξε και έκανε θαύματα ο αγαπημένος της νυμφίος Ιησούς.
Την πιο μεγάλη
συγκίνηση ένιωσε όταν έφθασε στο Γολγοθά και γονάτισε να φιλήσει τον τίμιο
Σταυρό.
Ποτέ στη ζωή της
δεν ξέχασε την στιγμή που σήκωσε τα μάτια της και είδε το πληγωμένο από το
ακάνθινο στεφάνι πρόσωπο Του.
Είδε τα θεϊκά Του
μάτια να την κοιτούν τόσο τρυφερά και στοργικά, που δεν άντεξε και αναλύθηκε σε
δάκρυα αγάπης και λατρείας στον αγαπημένο βασιλιά της καρδιάς της.
Ένα δυνατό κύμα
θεϊκού έρωτα πλημμύρισε την ψυχή της και έζησε σαν σε όραμα όλα εκείνα που
έγιναν τη στιγμή της σταύρωσης.
Απερίγραπτος πόνος
πλημμύρισε τότε την ψυχή της, που κόντεψε η καρδιά της να σπάσει. Η αγάπη της
για τον Χριστό ήταν εκείνη τη στιγμή σαν τη λάβα, που έβγαινε ορμητικά μέσα από
το ηφαίστειο της θεϊκά ερωτευμένης καρδιάς της, και φώναξε δυνατά: «Γλυκέ
μου Βασιλιά, θησαυρέ της ζωής μου, πόσο πολύ υποφέρω που σε βλέπω να πονάς!».
Πρώτη φορά ένιωθε
να τον αγαπά τόσο πολύ. Να τον αγαπά όπως αγαπά μια μάνα το παιδί της, μια
γλυκιά αδελφή τον αδελφό της και ένα μικρό παιδί τους αγαπημένους του γονείς!
Ο Νυμφίος της ψυχής
της ήταν εκείνη τη στιγμή όχι μόνο ο Θεός της, αλλά και ο αγαπημένος της Φίλος,
Αδελφός, Πατέρας και Υιός!
Έτσι πλέον θα αγαπούσε
από δω και πέρα τον Νυμφίο της Ιησού η Παρασκευή, μέχρι το πνεύμα της να
πετάξει στην αγκαλιά του Θεού!
Αυτό, όμως, μας
συμβουλεύει να κάνουμε και εμείς, αν θέλουμε να παραμείνουμε πιστοί και δυνατοί
στα αντίχριστα χρόνια που ζούμε τώρα όλοι εδώ στη γη.
Μόνο αυτοί που θα
αγαπήσουν τον Χριστό πολύ, με όλη τη δύναμη της καρδιάς τους, σαν κάτι δικό
τους, δεν θα Τον προδώσουν. Απεναντίας θα έχουν την τόλμη να Τον ομολογούν
φανερά, και αν χρειαστεί, ακόμη και να θυσιαστούν για χάρη Του.
Μετά τον Γολγοθά
προσκύνησε τον πανάγιο τάφο του Κυρίου, και εκεί γονατιστή τον παρακάλεσε να
την ευλογήσει, ώστε να ζήσει όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της σαν μοναχή,
αφιερωμένη σ’ Αυτόν.
Μπήκε σ’ ένα
γυναικείο μοναστήρι και έλαβε τη μοναχική κουρά. Η ασκητική ζωή της, μαζί με
την μεγάλη ταπείνωση και τον έντονο θεϊκό έρωτα, που έκαιγε στην καρδιά της για
τον Χριστό, προκάλεσε πολύ γρήγορα τον
θαυμασμό όλων των μοναζουσών, που την έβλεπαν σαν επίγειο άγγελο και παράδειγμα
προς μίμηση.
Η Παρασκευή, για ν’
αποφύγει τις ζήλιες και τους ψυχοφθόρους επαίνους, εγκατέλειψε σύντομα το μοναστήρι και πήγε να
ζήσει μόνη της στην έρημο, σαν αναχωρητής.
Έζησε στη βαθιά
έρημο περίπου πέντε χρόνια με πολλές νηστείες και προσευχές, μέχρι την ημέρα
που παρουσιάστηκε μπροστά της άγγελος Κυρίου και την πρόσταξε να εγκαταλείψει
την έρημο και να επιστρέψει στην γενέτειρα της.
Κάνοντας έτσι
υπακοή στο θέλημα του Θεού, επέστρεψε στην πατρίδα της, χωρίς ωστόσο να
μπορέσει κανείς να την αναγνωρίσει, επειδή η όψη του προσώπου της είχε τελείως
αλλοιωθεί από τις πολλές ασκήσεις και ταλαιπωρίες της ερήμου.
Αφού προσκύνησε
τους τάφους των γονιών της, και με τον
φόβο μην τύχει κάποιος την αναγνωρίσει, έφυγε και πάλι με τα πόδια για την
Κωνσταντινούπολη.
Ένιωθε ότι ο χρόνος
της ζωής της τελείωνε, γι’ αυτό και αποφάσισε να επισκεφθεί για τελευταία φορά
τα άγια προσκυνήματα και μοναστήρια και να πάρει τις τελευταίες ευλογίες.
Κατά την επιστροφή
προς την γενέτειρα της, σταμάτησε στην Καλλικράτεια, όπου έμεινε για δύο
περίπου χρόνια, διακονώντας την εκκλησία των αγίων Αποστόλων.
Εκεί, μετά από μια
μικρή αδιαθεσία που ένιωσε, παρέδωσε το πνεύμα της ειρηνικά στον αγαπημένο της
Ιησού, που λάτρεψε και αγάπησε όσο τίποτα άλλο σ’ αυτή τη γη.
Ήταν μόλις 27
χρονών.
Το αγιασμένο σώμα
της θάφτηκε στην Καλλικράτεια, στο
Κοιμητήριο των Ξένων, σαν ξένη και άγνωστη που ήταν, και έμεινε εκεί
μέχρι που αποκαλύφθηκε με θαυμαστό τρόπο μεταξύ των ετών 1028-1038.
Τη χρονιά εκείνη η
θάλασσα της Καλλικράτειας ξέβρασε στην παραλία το νεκρό σώμα ενός ναύτη που ανέδιδε φοβερή δυσοσμία.
Επειδή ήταν και
αυτός ξένος και άγνωστος, αποφάσισαν να τον θάψουν στο Κοιμητήριο των Ξένων.
Στον τάφο, όμως,
που άνοιξαν, βρήκαν μέσα ένα άφθαρτο σώμα που ευωδίαζε, αλλά δεν έδωσαν μεγάλη
σημασία και έθαψαν εκεί μέσα και τον νεκρό ναύτη.
Τότε, όμως, ένας
κάτοικος της Καλλικράτειας, ο Γεώργιος είδε σε ενύπνιο μια λευκοφορεμένη
γυναίκα να κάθεται σαν βασίλισσα πάνω σε ένα λαμπρό θρόνο και γύρω της να
υπάρχουν πλήθος στρατιώτες που άστραφταν από ένα λαμπερό φως. Ένας από αυτούς
του είπε:
«Γιατί, Γεώργιε,
περιφρονήσατε το σώμα της οσίας Παρασκευής; Πάρτε γρήγορα το άγιο σκήνωμα της
και βάλετε το σε λαμπρό κιβώτιο, γιατί ο Βασιλιάς του Ουρανού την τίμησε στον
Ουρανό και τώρα θέλει να την δοξάσει και στη γη».
Μετά άκουσε την
λευκοφορεμένη βασίλισσα, η οποία ήταν η αγία Παρασκευή, να του λέει: «Πάρτε από
δω γρήγορα το σώμα μου, γιατί δεν ανέχομαι το σκοτάδι και τη δυσωδία της
αμαρτίας».
Τα ίδια ακριβώς
άκουσε και είδε στο όνειρο της και μια άλλη γυναίκα, με το όνομα Μαρία. Και
στους δύο αποκαλύφθηκε που ήταν θαμμένη, πως την έλεγαν και ποιος ήταν ο τόπος
καταγωγής της.
Τότε κλήρος και
λαός πήγαν όλοι μαζί στον τάφο και βρήκαν το άγιο σκήνωμα της οσίας να
ευωδιάζει.
Ήταν τελείως
άφθαρτο, λες και κοιμόταν. Το μετέφεραν στην εκκλησία των αγίων Αποστόλων και
το έβαλαν μέσα σε μία ξύλινη λάρνακα.
Ήταν τόσα πολλά τα
θαύματα που έκανε η αγία, ώστε να γίνει σύντομα το όνομα της γνωστό σε όλα τα
Βαλκάνια μέχρι τη Ρωσία.
Πολλοί ήταν εκείνοι
που ήθελαν να πάρουν το άγιο λείψανο της στη δική τους χώρα. Έτσι άρχισαν και
οι μεγάλες περιπέτειες του αγίου σκηνώματος της.
Το πήραν πρώτοι οι
Βούλγαροι, μετά οι Σέρβοι, επανήλθε ξανά στην Κωνσταντινούπολη και τελικά
κατέληξε στο Ιάσιο της Ρουμανίας.
Στις 27 Δεκεμβρίου
1888 μεταφέρθηκε το άγιο λείψανο της στον καθεδρικό Ναό του Ιασίου, που τιμάται
προς τιμήν της οσίας Παρασκευής και του αγίου Γεωργίου.
Οι μετακινήσεις
αυτές του αγίου σκηνώματος της, την καθιέρωσαν σαν Προστάτιδα των
Βαλκανίων.
Η μνήμη της οσίας
Παρασκευής τιμάται στις 14 Οκτωβρίου.
Πλήθη κόσμου
συρρέουν κάθε χρόνο στη γιορτή της, για να προσκυνήσουν το άγιο λείψανο της και
να πάρουν τις θαυματουργικές ευλογίες της.
Μακάρι και εμείς να
αγαπήσουμε τον Χριστό, όπως τον αγάπησε και η αγία Παρασκευή, ώστε να γίνει και
για μας ο Ιησούς ο βασιλιάς της καρδιάς μας!

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου