Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

1. Η αγία Σοφία και οι τρεις κόρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη

Η Σοφία ήταν μια νεαρή χριστιανή αρχόντισσα, που έζησε στην αρχή του 2ου μ.Χ αιώνα στην ξακουστή τότε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την Ρώμη.

Από νωρίς έχασε τον άνδρα της και τώρα ζούσε μόνη, μαζί με τις τρεις μικρές πανέμορφες κόρες της, την Πίστη που ήταν 12 χρονών, την Ελπίδα που ήταν 11 χρονών και την Αγάπη που ήταν μόλις 9 χρονών.

Η Σοφία αγαπούσε πολύ τον Χριστό. Ήταν ο βασιλιάς της καρδιάς της. Όταν προσευχόταν, της άρεσε να κρύβεται μέσα στη θεϊκή του αγκαλιά και να του μιλά, όπως μιλά ένα μικρό παιδί στον μπαμπά του.

Άλλες φορές πάλι, τον σκεφτόταν σαν μωρό στη Βηθλεέμ και τον έπαιρνε στην μητρική της αγκαλιά, για να τον γεμίσει με πολλά χάδια και φιλιά και να του πει άπειρες φορές «σ’ αγαπώ».

Οι τρεις μικρές της κόρες, που την έβλεπαν να αγαπά τον Χριστό τόσο πολύ, έκαναν και αυτές το ίδιο. Άρχισαν να τον νιώθουν και να τον αγαπούν σαν δικό τους μικρό αδελφούλη και Θεό.

Την περίοδο αυτή η Εκκλησία του Χριστού περνούσε δύσκολες στιγμές. Έχει ξεσπάσει μεγάλος διωγμός εναντίον των Χριστιανών και πολλοί Χριστιανοί πέθαιναν μαρτυρικά για την πίστη και την αγάπη τους στο Χριστό.

Όταν έμαθε ο ειδωλολάτρης διοικητής της πόλης Αντίοχος, ότι η Σοφία και οι κόρες της ήταν Χριστιανές, θύμωσε πολύ και διέταξε να τις συλλάβουν και να τις φέρουν μπροστά του.

-Είναι αλήθεια, Σοφία, ότι εσύ και οι κόρες σου είστε Χριστιανές;

-Ναι, απάντησε η Σοφία. Όλες μας πιστεύουμε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός και σωτήρας μας και ότι τα είδωλα είναι πονηρά δαιμόνια.

-Το ξέρετε ότι, αν δεν αρνηθείτε τον Χριστό, μπορώ να σας κάνω φριχτά μαρτύρια και να σας σκοτώσω; Ελπίζω, Σοφία, να λυπηθείς τις όμορφες κόρες σου και να μην τις αφήσεις να πεθάνουν, πριν προλάβουν να χαρούν την ζωή τους. Σας δίνω τρεις μέρες διορία, για να μετανιώσετε. Μέχρι τότε θα μείνετε στο σπίτι της αρχόντισσας Παλλαδίας για να το σκεφτείτε.

Η Παλλαδία προσπάθησε πολλές φορές να πείσει τη Σοφία και τις κόρες της να αρνηθούν το Χριστό, αλλά δεν τα κατάφερε. Έτσι, αφού πέρασαν οι τρεις μέρες ήρθαν ξανά μπροστά στο δικαστήριο για να δικαστούν. Ο Αντίοχος τις φοβέρισε και τους είπε ότι:

-Αν δεν αρνηθείτε τον Χριστό, τα πρόσωπα σας θα γεμίσουν πληγές και τα σώματα σας θα παραμορφωθούν. Αρνείστε λοιπόν τον Χριστό;

-Αγαπάμε τον Χριστό και δεν Τον αρνούμαστε, είπαν όλες μαζί. Προτιμούμε να πεθάνουμε παρά να αρνηθούμε τον Κύριο μας.

Τότε αυτός θύμωσε πολύ και διέταξε να βασανίσουν πρώτα τις τρεις μικρές κόρες, για να φοβηθεί η μάνα και να αρνηθεί τον Χριστό.

Και τα τρία όμως κορίτσια έμεινα πιστά και σταθερά στην αγάπη του Χριστού.

Μάταια τις κτυπούσαν αλύπητα με ραβδιά και ξέσχιζαν τα παιδικά τους κορμιά με κοφτερά μαχαίρια!

Αυτές ατάραχες κοίταζαν ψηλά στον ουρανό και χαμογελούσαν.

Έβλεπαν τον Ιησού να τους χαμογελά και να απλώνει τα θεϊκά του χέρια, για να τις κρύψει μέσα στη θεϊκή του αγκαλιά. Καμιά τους δεν ένιωθε πλέον κανένα πόνο, αλλά μόνο χαρά και ευτυχία.

Μάταια τους φώναζε ο Αντίοχος να αρνηθούν τον Χριστό για να σωθούν. Εκείνες με ένα στόμα και μια φωνή φώναζαν δυνατά, για να τις ακούσουν όλοι:

-Εμείς τον Κύριο μας Ιησού Χριστό λατρεύουμε. Είναι ο Θεός και Βασιλιάς της καρδιάς μας. Δεν τον αρνούμαστε!

Και τι βασανιστήρια δεν τους έκαναν, για να αρνηθούν τον Ιησού!

Τις ξάπλωσαν πάνω σε μια μεγάλη σχάρα, που έκαιγε από κάτω της δυνατή φωτιά και μετά τις έβαλαν μέσα σε ένα καμίνι για να καούν. 

Η φωτιά όμως δεν μπόρεσε να τους κάνει κακό, γιατί άγγελοι μετέτρεπαν τη φωτιά σε δροσιά.

Η μια έδινε θάρρος στην άλλη και όλες μαζί με μια φωνή φώναζαν δυνατά: «Ιησού μου, σ’ αγαπώ»!

Οι ειδωλολάτρες που έβλεπαν  την πίστη των κοριτσιών και τα θαύματα, εγκατέλειπαν τα είδωλα και γινόντουσαν Χριστιανοί.

Αυτό θύμωσε πολύ τον ασεβή Αντίοχο, που διέταξε να αποκεφαλίσουν αμέσως την μεγαλύτερη αδελφή τους, την Πίστη.

Σαν τ’ άκουσε η Πίστη, γέμισαν τα ματάκια της δάκρυα χαράς, γιατί σε λίγο θα ήταν μέσα στην αγκαλιά του αγαπημένου της Ιησού στον Παράδεισο.

Κοίταξε ψηλά στον ουρανό και είπε με χαρά: «Βλέπω τον Ουρανό γεμάτο αγγέλους και τον Χριστό να με προσκαλεί στο ουράνιο Του βασίλειο! Ω, γλυκέ μου Ιησού, πόσο σ’ αγαπώ!».

Μετά έσκυψε το κεφάλι της για να δεχτεί τον θάνατο από το ξίφος του δημίου.

Μετά τον θάνατο της Πίστης, ρώτησε ο Αντίοχος την Ελπίδα:

-Λοιπόν, αρνείσαι τον Χριστό ή θέλεις να σκοτώσω και εσένα; 

-Και εγώ τον Ιησού μου αγαπώ και δεν θα τον αρνηθώ ποτέ, φώναξε δυνατά.

Ο Αντίοχος θύμωσε πολύ και διέταξε να συνεχιστούν τα βασανιστήρια της. Κανένα όμως από αυτά δεν μπόρεσε να της κάνουν κακό, γιατί άγγελοι την προστάτευαν και ο Ιησούς την κρατούσε από το χέρι.  

Κάποια στιγμή μάλιστα, που την είχαν κρεμάσει από τα μαλλιά σ’ ένα δέντρο και ξέσχιζαν το κορμί της με σιδερένια νύχια, άρχισε να βγαίνει από τις πληγές της πάρα πολύ μύρο, ώστε όλη η περιοχή να ευωδιάζει.

Πολλοί ειδωλολάτρες θαύμασαν και πίστεψαν στο Χριστό. Αυτό, βέβαια, εξόργισε ακόμα περισσότερο τον Αντίοχο και διέταξε να αποκεφαλίσουν αμέσως και την Ελπίδα.

Μετά τον θάνατο και της Ελπίδας, ρώτησε ο Αντίοχος την Σοφία:

-Τι λες τώρα, ανόητη μητέρα, θέλεις να δεις και την τρίτη σου κόρη να πεθαίνει;

Πριν προλάβει όμως να απαντήσει η Σοφία, η μικρή Αγάπη του είπε με θάρρος:

-Και εγώ είμαι Χριστιανή, δεν φοβάμαι τα βασανιστήρια σου!

Η Αγάπη υπέφερε με θαυμαστή υπομονή, όπως οι αδελφές της, όλα τα μαρτύρια που της έκαναν.

Έβλεπε στον ουρανό τον αγαπημένο της Ιησού και του έλεγε συνέχεια την αγαπημένη της προσευχή:

«Γλυκέ μου Ιησού, σε πιστεύω, σε λατρεύω και σε αγαπώ με όλη μου την καρδιά». 

Ο Ιησούς κρατούσε στοργικά από το χέρι την μικρή του πριγκίπισσα και της χαμογελούσε. Η Αγάπη ήταν το πιο ευτυχισμένο κορίτσι του κόσμου! 

Ο Αντίοχος, όταν είδε ότι κανένα πλέον βασανιστήριο δεν μπορούσε να βλάψει την Αγάπη, ούτε και όταν της έμπηξαν στην καρδιά σουβλερά καρφιά, διέταξε να την αποκεφαλίσουν και αυτήν αμέσως!

Η Σοφία, όταν είδε και την μικρή της κόρη να πέφτει κάτω από το σπαθί του δήμιου, φώναξε δυνατά:

-Τώρα, σκληρέ και άπονε ειδωλολάτρη, σκότωσε κι’ εμένα, για να βρεθώ το συντομότερο μαζί με τα κορίτσια μου στον ουρανό.

Ο Αντίοχος, όμως, εξαγριωμένος, επειδή τον ντρόπιασαν τρία μικρά κορίτσια, της είπε:

-Πήγαινε στο σπίτι σου, ανόητη. Δεν σε σκοτώνω. Θα σ’ αφήσω να ζήσεις, για να κάνω τη ζωή σου πιο μαρτυρική χωρίς τα παιδιά σου.

Η Σοφία άλειψε με μύρα τα νεκρά σώματα των παιδιών της και μετά τα έθαψε.

Τρεις μέρες έμεινε πάνω από τον τάφο τους. Την τρίτη μέρα την άκουσαν να λέει: «Ω, θησαυροί της καρδιάς μου, γλυκά μου παιδιά, έρχομαι κοντά σας», και ξεψύχησε!

Η ψυχή της πέταξε στον Παράδεισο, στην αγκαλιά του αγαπημένου της Ιησού.

Η αγία μας Εκκλησία κάθε χρόνο στις 17 Σεπτεμβρίου τιμά και γιορτάζει την υπέροχη αυτή μάνα, την Σοφία και τις τρεις κόρες της, την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη.  

Πόσο υπέροχο θα ήταν, αν τους μοιάζαμε και να αγαπούσαμε και εμείς τον Χριστό, όπως αυτές! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου